- κυπερίζω
- κῠπερ-ίζω,A resemble κύπερος, Dsc.1.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυπερίζω — (Α) ιων. τ. βλ. κυπειρίζω … Dictionary of Greek
κυπερίζειν — κυπερίζω resemble pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπερίζουσα — κυπερίζω resemble pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπειρίζω — κυπειρίζω, ιων. τ. κυπερίζω (Α) [κύπειρον] αναδίδω οσμή κύπερης («νάρδος κυπειρίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν», Διοσκ.) … Dictionary of Greek